- λιγο-
- και ολιγ(ο)- (AM ολιγ[ο]-, Μ και λίγ[ο]-)τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο-, χαμο-, υπο- κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β' συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο)- αποτελούν το παλαιότερο υποκοριστικής σημασίας σύστημα συνθέτων τής Ελληνικής. Η ευρύτερη χρήση τών συνθέτων τού τύπου ολιγ(ο)- στην αρχαία ελλ. σε σχέση με αυτήν τών μικρ(ο)- ενισχύει την άποψη ότι η λ. μικρός εκφράζει συναισθηματικότητα, ενώ η λ. ολίγος χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει απλή σμίκρυνση. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο)- επειδή δήλωναν «ουδέτερο» («μη συναισθηματικό») υποκορισμό χρησιμοποιήθηκαν στην επιστημονική γλώσσα, καθώς και στη γλώσσα τής πολιτικής πράξης και τού ρητορικού λόγου. Ο ιατρικός λόγος χρησιμοποίησε ευρέως το σύστημα (ολιγόαιμος, ολιγοήμερος, ολιγοβαρής, ολιγόυπνος). Τη μεγαλύτερη όμως επίδοση εμφάνισε το σύστημα στη γλώσσα τών έργων τού Αριστοτέλη και τών μαθητών του, ιδιαίτερα τού Θεοφράστου (ολιγόγονος, ολιγοκάλαμος, ολιγόκαρπος). Διά τού συστήματος ολιγ(ο)- σχηματίστηκαν στην ξένη ορολογία γνήσια δάνεια από την ελλ. (αγγλ. oligarchy, oligopoly, oligodontiaγαλλ. oligocarpe, oligochrone).Παραδείγματα λέξεων με λίγο- και ολιγ(ο)-: ολίγαιμος, ολιγάνθρωπος, ολιγάριθμος, ολιγαρκής, (ο)λιγογράμματος, (ο)λιγοδάπανος, (ο)λιγόδενδρος, (ο)λιγοδύναμος, (ο)λιγ(ο)ήμερος, (ο)λιγόκαρδος, (ο)λιγόκαρπος, (ο)λιγόκλαδος, (ο)λιγόπιστος, ολιγοπότης, (ο)λιγόσαρκος, ολιγόσιτος (ο)λιγόσπερμος, (ο)λιγόστιχος, ολιγοσύλλαβος, ολιγότεκνος, ολιγοτόκος, (ο)λιγότριχος, ολιγόυπνος, (ο)λιγόφαγος, ολιγοχρήματος, (ο)λιγόχρονος, (ο)λιγόψυχος, (ο)λιγόωροςαρχ.ολιγάμπελος, ολιγανάφορος, ολίγανδρος, ολιγαριστία, ολιγαρτία, ολιγάρχης, ολιγαύλαξ, ολιγεκτώ, ολιγηπελέων, ολιγηπελής, ολιγόβουλος, ολιγογνώμων, ολιγογόνατος, ολιγόγονος, ολιγοδεής, ολιγοδίαιτος, ολιγόδουλος, ολιγοδρανής, ολιγοδρομώ, ολιγέλαιος, ολιγεργής, ολιγέτης, ολίγοζος, ολιγόθερμος, ολιγόϊνος, ολιγόκαιρος, ολιγοκάλαμος, ολιγόκαυλος, ολιγοκίνδυνος, ολιγοκίνητος, ολιγόκληρος, ολιγοκύμαντος, ολιγομαθής, ολιγόμισθος, ολιγόμυθος, ολιγόνειρος, ολιγόξυλος, ολιγόπαις, ολιγοπόλιος, ολιγόπονος, ολιγόποτος, ολιγόπους, ολιγοπράγμων, ολιγόπτερος, ολιγόπυρος, ολιγορρημονώ, ολιγόρρυτος, ολιγοσθενής, ολιγόσπορος, ολιγοστάδιος, ολιγοσύνδεσμος, ολιγοσχιδής, ολιγοσώματος, ολιγοτρεφής, ολιγότροφος, ολιγοτρόφος, ολιγόϋδρος, ολιγόϋλος, ολιγοφαής, ολιγοφιλία, ολιγοφόρος, ολιγοφραδής, ολιγοφρενία, ολιγόφρων, ολιγόφωνος, ολιγόχορδος, ολιγόχρυσος, ολιγόχυλος, ολιγόχυμος, ολιγοχώρητος, ολιγωφελήςαρχ.-μσν.ολιγόβαθμος, ολιγόβιος, ολιγομήκης, ολιγόρριζοςμσν.ολιγόθριξ, ολιγόκερως, ολιγόκοσμος, ολιγοκτήμων, ολιγόλαλος, ολιγοπύθμηνμσν.- νεοελλ.λιγοθυμώ, ολιγοβαρής, (ο)λιγόζωος, (ο)λιγόλογοςνεοελλ.λιγομίλητος, λιγόμυαλος, (ο)λιγόστροφος, λιγόφυτρος, ολιγογράφος, ολιγοκύτταρος, (ο)λιγόλεπτος, ολιγόλογος, ολιγομελής, ολιγομερής, ολιγόμετρος, ολιγόνους, ολιγοπαθής, ολιγουρία.
Dictionary of Greek. 2013.